στέμφυλον

στέμφυλον
στέμφυλον
Grammatical information: n.
Meaning: mass of olives from which th oil has been pressed (Ar.).
Other forms: στέμφῠλα n. pl. (rarely sg.) `squeezed olives or grapes, olive-, grape-mass' (IA.) with στεμφυλ-ίτιδες τρύγες `grape-mass for wine' (Hp.), -ίς `id.' (Ath.), -ίας οἶνος (pap. IIIa).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: The connection with σταφυλή (s.v.) is clearly correct; it shows typical Pre-Greek prenasalization. (I don't understand Chantraine's objection to the semantics.) (Not in Furnée.)

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στέμφυλον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεμφύλοις — στέμφυλον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεμφύλου — στέμφυλον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεμφύλων — στέμφυλον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεμφύλῳ — στέμφυλον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέμφυλα — στέμφυλον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέμφυλο — το / στέμφυλον, ΝΑ, και στράφυλο και στροφύλι, και ως θηλ. και οτροφυλιά, η, Ν η πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη τών σταφυλιών, το τσίπουρο αρχ. 1. η πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη τών ελιών 2. στον πληθ. τὰ στέμφυλα… …   Dictionary of Greek

  • ράχι — Α (κατά τον Ησύχ,) «τὸ στέμφυλον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το ινδ. arrak «οινόπνευμα από ρύζι» (βλ. και λ. ρακή)] …   Dictionary of Greek

  • στεμφυλίας — ὁ, Α (συν. σε συνεκφορά με το οίνος) ο στεμφυλίτης οίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλον + επίθημα ίας (πρβλ. τρυγ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • στεμφυλίς — ίδος, ἡ, Α στεμφυλῑτις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλον + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. κυαμ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • στεμφυλίτης — ο, ΝΑ, και θηλ. στεμφυλῑτις, ίτιδος, Α νεοελλ. (ενν. οίνος) κρασί που λαμβάνεται από δεύτερη σύνθλιψη τών στεμφύλων, τών τσίπουρων, ο δευτερίας οίνος αρχ. 1. αυτός που παρασκευάζεται από σταφύλια πατημένα στον ληνό 2. το αρσ. ως ουσ. αγγείο για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”